νίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νίλα | οι | νίλες |
γενική | της | νίλας | — | |
αιτιατική | τη | νίλα | τις | νίλες |
κλητική | νίλα | νίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νίλα < λατινική nila,[1] πληθυντικός αριθμός του nilum < nihilum < ne- + hilum (ασήμαντο, τιποτένιο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νίλα θηλυκό
- (προφορικό) η καταστροφή, η ζημιά, η αποτυχία, η ταλαιπωρία
- ※ Μπήκε πια στον τρίτο χρόνο θητείας του και είναι σαν η καταστροφή της Πανεπιστημίου να του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Και να ομοιάζει, για τη σωτηρία της Αθήνας, με ό,τι ήταν για τη σωτηρία του γένους η καταστροφή του Δράμαλη· άλλως και νίλα λεγόμενη. Τι νίλα, τι νούλα θα πεις… Αλλά και ποιος θα σ’ ακούσει! (Εφημερίδα των Συντακτών, 29.12.2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ νίλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)