νίπτω τας χείρας μου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Από τη φράση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (27.24) ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων, Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε (βλέπε Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στη Βικιθήκη)

Έκφραση[επεξεργασία]

νίπτω τας χείρας μου

  • αποποιούμαι κάθε ευθύνη για τις συνέπειες μιας απόφασης με την οποία διαφωνώ
    Κάντε ό,τι θέλετε. Εγώ νίπτω τας χείρας μου για ό,τι ήθελε συμβεί'.'

Μεταφράσεις[επεξεργασία]