νίψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νίψιμο | τα | νιψίματα |
γενική | του | νιψίματος | των | νιψιμάτων |
αιτιατική | το | νίψιμο | τα | νιψίματα |
κλητική | νίψιμο | νιψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νίψιμο < μεσαιωνική ελληνική νίψιμον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νίψιμο ουδέτερο