Μετάβαση στο περιεχόμενο

νίψις

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νίψις οι νίψεις
      γενική της νίψης
& νίψεως
των νίψεων
    αιτιατική τη νίψη τις νίψεις
     κλητική νίψη νίψεις
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νίψις < ελληνιστική κοινή νίψις < νίπτω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈni.psis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νίψις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νίψις θηλυκό

  • (λόγιο) το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών με νερό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νίψῐς αἱ νίψεις
      γενική τῆς νίψεως τῶν νίψεων
      δοτική τῇ νίψει ταῖς νίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νίψῐν τὰς νίψεις
     κλητική ! νίψῐ νίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νίψει
γεν-δοτ τοῖν  νιψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νίψις < νίπτω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νίψις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • το πλύσιμο των ποδιών με νερό