ναΐδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ναΐδιο | τα | ναΐδια |
γενική | του | ναΐδιου & ναϊδίου |
των | ναΐδιων & ναϊδίων |
αιτιατική | το | ναΐδιο | τα | ναΐδια |
κλητική | ναΐδιο | ναΐδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναΐδιο < ελληνιστική κοινή ναΐδιον < αρχαία ελληνική ναός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναΐδιο ουδέτερο
- υποκοριστικό του ναός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εκκλησάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ναός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναΐδιο
|