ναματερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναματερό τα ναματερά
      γενική του ναματερού των ναματερών
    αιτιατική το ναματερό τα ναματερά
     κλητική ναματερό ναματερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναματερό < νάμα + -τερό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναματερό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη νάμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]