νανοκράμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νανοκράμα τα νανοκράματα
      γενική του νανοκράματος των νανοκραμάτων
    αιτιατική το νανοκράμα τα νανοκράματα
     κλητική νανοκράμα νανοκράματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανοκράμα (νεολογισμός) < νανο- + κράμα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoalloy

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανοκράμα ουδέτερο

  • (χημεία) κράμα δύο η περισσότερων μετάλλων σε διαστάσεις νανόμετρου
    ※  Επινοώντας μια νέα τεχνική δημιούργησαν ένα νανοκράμα με πολύ χαμηλή πρόσμειξη πλατίνας. Το νέο υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καταλύτης στις κυψέλες καυσίμων, επιτυγχάνοντας εξίσου καλές αποδόσεις με πολύ χαμηλότερο κόστος. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]