νανοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νανοσκόπιο τα νανοσκόπια
      γενική του νανοσκόπιου
νανοσκοπίου
των νανοσκόπιων
νανοσκοπίων
    αιτιατική το νανοσκόπιο τα νανοσκόπια
     κλητική νανοσκόπιο νανοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νανοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nanoscope < αρχαία ελληνική νᾶνος+ -σκόπιο (<σκοπέω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νανοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]