ναρκισσεύομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναρκισσεύομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ναρκισσεύομαι
- ναρκισσεύομαι [narkisévome] : θαυμάζω υπερβολικά τον εαυτό μου
Nαρκισσευόμενος νέος ηθοποιός. [λόγ. ναρκισσ(ισμός) -εύομαι]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναρκισσεύομαι
|