ναρκισσεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκισσεύομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ναρκισσεύομαι

  • ναρκισσεύομαι [narkisévome]  : θαυμάζω υπερβολικά τον εαυτό μου
Nαρκισσευόμενος νέος ηθοποιός. [λόγ. ναρκισσ(ισμός) -εύομαι]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]