ναρκισσιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναρκισσιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική narcissistic[1] < Narcissus < λατινική Narcissus < ελληνιστική κοινή Νάρκισσος < νάρκισσος
Επίθετο
[επεξεργασία]ναρκισσιστικός, -ή, -ό
- (λόγιο, σπάνιο) που έχει σχέση με ναρκισσισμό ή ναρκισσιστή ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη νάρκισσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναρκισσιστικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ναρκισσιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)