ναρκωτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναρκωτισμός οι ναρκωτισμοί
      γενική του ναρκωτισμού των ναρκωτισμών
    αιτιατική τον ναρκωτισμό τους ναρκωτισμούς
     κλητική ναρκωτισμέ ναρκωτισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λόγιο ενδογενές δάνειο από την γαλλική narcotisme < αρχαία ελληνική ναρκωτικός + -ισμός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /naɾ.ko.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρ‐κω‐τι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναρκωτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)