ναρκώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ναρκώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ναρκώνομαι

→ δείτε τη λέξη ναρκώνω