ναστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναστός η ναστή το ναστό
      γενική του ναστού της ναστής του ναστού
    αιτιατική τον ναστό τη ναστή το ναστό
     κλητική ναστέ ναστή ναστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναστοί οι ναστές τα ναστά
      γενική των ναστών των ναστών των ναστών
    αιτιατική τους ναστούς τις ναστές τα ναστά
     κλητική ναστοί ναστές ναστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναστός < αρχαία ελληνική ναστός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nasˈtos/αρσενικό
ΔΦΑ : /nasˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /nasˈtos/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

ναστός, -ή, -ό

  1. που έχει κατασκευαστεί ασκώντας μεγάλη συμπίεση σε κάποιο υλικό
     συνώνυμα: πατικωμένος, πιεστός, σφιχτός
  2. (κατ’ επέκταση) που αποτελείται από συμπιεσμένη μάζα χωρίς κενά
     συνώνυμα: πυκνός, συμπαγής
     αντώνυμα: κούφιος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ναστός ναστή τὸ ναστόν
      γενική τοῦ ναστοῦ τῆς ναστῆς τοῦ ναστοῦ
      δοτική τῷ ναστ τῇ ναστ τῷ ναστ
    αιτιατική τὸν ναστόν τὴν ναστήν τὸ ναστόν
     κλητική ! ναστέ ναστή ναστόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ναστοί αἱ νασταί τὰ ναστᾰ́
      γενική τῶν ναστῶν τῶν ναστῶν τῶν ναστῶν
      δοτική τοῖς ναστοῖς ταῖς νασταῖς τοῖς ναστοῖς
    αιτιατική τοὺς ναστούς τὰς ναστᾱ́ς τὰ ναστᾰ́
     κλητική ! ναστοί νασταί ναστᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ναστώ τὼ ναστᾱ́ τὼ ναστώ
      γεν-δοτ τοῖν ναστοῖν τοῖν νασταῖν τοῖν ναστοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναστός < νάσσω

Επίθετο[επεξεργασία]

ναστός, -ή, -όν

  1. συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
    Τοῖσι δὲ ἄῤῥεσι καὶ ἡ στενοχωρίη καὶ ἡ πυκνότης τοῦ σώματος μέγα συμβάλλεται μὴ εἶναι μεγάλας τὰς ἀδένας· τὸ γὰρ ἄῤῥεν ναστόν ἐστι καὶ οἷον εἷμα πυκνὸν καὶ ὁρέοντι καὶ ἐπαφομένῳ·
    ΣτΕ: Ο Ιπποκράτης περιγράφει τους μαστούς των ανδρών σε αντίθεση με τους γυναικείους μαστούς.
  2. που είναι γεμάτος από κάτι, πλήρης
  3. συμπαγής, στερεός
     αντώνυμα: κενός
  4. (για σφυγμό) πυκνός
  5. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) (ναστός): καλά ζυμωμένη πίτα, που χρησιμοποιούνταν σε θυσίες, τυρόπιτα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1142 (1141-1142)
    ἐφ᾽ ᾧτε μετέχειν καὐτός, ὦ τοιχωρύχε· | ἧκεν γὰρ ἄν σοι ναστὸς εὖ πεπεμμένος.
    Μονάχα για να πάρεις μερτικό, λωποδύτη, | γιατί σου ᾽δινα καρβέλι ανεβατό και καλοζύμωτο.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 567
    ἢν δ᾽ Ἡρακλέει θύῃσι, λάρῳ ναστοὺς θύειν μελιτοῦντας·
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 76 @scaife.perseus, @el.wikisource
    ναστὸς ἄρτος ζυμίτης καλεῖται μέγας, ὥς φησι Πολέμαρχος καὶι Ἀρτεμίδωρος, Ἡρακλέων δὲ πλακοῦντος εἶδος. Νικόστρατος δ’ ἐν Κλίνῃ·
    ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος, δέσποτα,
    λευκός· τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]