νατουραλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νατουραλιστικός < νατουραλιστής
Επίθετο[επεξεργασία]
νατουραλιστικός -ή -ό
- ο σχετικός με το νατουραλισμό και τους νατουραλιστές, που ακολουθεί τις αρχές αυτού του κινήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νατουραλιστικός
|