νατουραλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νατουραλιστικός η νατουραλιστική το νατουραλιστικό
      γενική του νατουραλιστικού της νατουραλιστικής του νατουραλιστικού
    αιτιατική τον νατουραλιστικό τη νατουραλιστική το νατουραλιστικό
     κλητική νατουραλιστικέ νατουραλιστική νατουραλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νατουραλιστικοί οι νατουραλιστικές τα νατουραλιστικά
      γενική των νατουραλιστικών των νατουραλιστικών των νατουραλιστικών
    αιτιατική τους νατουραλιστικούς τις νατουραλιστικές τα νατουραλιστικά
     κλητική νατουραλιστικοί νατουραλιστικές νατουραλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νατουραλιστικός < νατουραλιστής

Επίθετο[επεξεργασία]

νατουραλιστικός -ή -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]