νατράσβεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο νατράσβεστος
      γενική του νατράσβεστου
    αιτιατική τον νατράσβεστο
     κλητική νατράσβεστε
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νατράσβεστος < νάτριο + άσβεστος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νατράσβεστος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]