ναυαγοσωστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυαγοσωστικό τα ναυαγοσωστικά
      γενική του ναυαγοσωστικού των ναυαγοσωστικών
    αιτιατική το ναυαγοσωστικό τα ναυαγοσωστικά
     κλητική ναυαγοσωστικό ναυαγοσωστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυαγοσωστικό < ουδέτερο του επιθέτου ναυαγοσωστικός ως ουσ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυαγοσωστικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ναυαγοσωστικό