ναυλομεσίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυλομεσίτης αρσενικό, ναυλομεσίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας που ενεργεί ως ενδιάμεσος (μεσίτης) μεταξύ μεταφορέα και πελάτη για τη ναύλωση ενός πλοίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυλομεσίτης
|