ναυλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναυλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ναυλωμένος, -η, -ο
- που έχει ναυλωθεί
ναυλωμένος, -η, -ο