ναυτίλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναυτίλος | οι | ναυτίλοι |
γενική | του | ναυτίλου | των | ναυτίλων |
αιτιατική | τον | ναυτίλο | τους | ναυτίλους |
κλητική | ναυτίλε | ναυτίλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /naˈfti.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐τί‐λος
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ναυτίλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική nautilus < αρχαία ελληνική ναυτίλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτίλος αρσενικό
- (ζωολογία) θαλάσσιο μαλάκιο με σπειροειδές όστρακο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ναυτίλος στη Βικιπαίδεια
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ναυτίλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυτίλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτίλος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- ναυτίλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτίλος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ναυτίλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ναυτίλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ναυτίλος | οἱ | ναυτίλοι |
γενική | τοῦ | ναυτίλου | τῶν | ναυτίλων |
δοτική | τῷ | ναυτίλῳ | τοῖς | ναυτίλοις |
αιτιατική | τὸν | ναυτίλον | τοὺς | ναυτίλους |
κλητική ὦ! | ναυτίλε | ναυτίλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυτίλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναυτίλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυτίλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτίλος, -ου αρσενικό ποιητικός τύπος της λέξης ναύτης
- (επάγγελμα) ναύτης, ναυτικός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 202 (202-204)
- ἀλλ’ εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα, / οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην / στροβούμεθ’· […]
- Μα εσείς, θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες είστε μέσα σε ποιούς χειμώνες σα θαλασσομάχοι παραδέρνομ᾽ εμείς·
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 43.3
- καὶ ἦσαν Ἑλλήνων τινὲς ναυτίλοι, ὡς ἔλπομαί τε καὶ ἐμὴ γνώμη αἱρέει.
- υπήρχαν και Έλληνες ναυτικοί, όπως νομίζω και πιστεύω εγώ.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ ἦσαν Ἑλλήνων τινὲς ναυτίλοι, ὡς ἔλπομαί τε καὶ ἐμὴ γνώμη αἱρέει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 479
- πνοαὶ δ᾽ ὅταν φέρωσι ναυτίλους θοαί,
- Κι όταν ανέμοι ορμητικοί χτυπάνε τους θαλασσινούς,
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- πνοαὶ δ᾽ ὅταν φέρωσι ναυτίλους θοαί,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1273
- κυνὸς ταλαίνης σῆμα, ναυτίλοις τέκμαρ.
- «Μνήμα της Σκύλας» θα τον πουν και θα ᾽ναι σημάδι για τους ναυτικούς.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- κυνὸς ταλαίνης σῆμα, ναυτίλοις τέκμαρ.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 202 (202-204)
- (βιολογία, ζωολογία) θαλάσσιο μαλάκιο με όστρακο
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 37 @scaife.perseus
- Ἔστι δὲ καὶ ὁ ναυτίλος πολύπους τῇ τε φύσει καὶ οἷς ποιεῖ περιττός· ἐπιπλεῖ γὰρ ἐπὶ τῆς θαλάττης, τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος κάτωθεν ἐκ τοῦ βυθοῦ, καὶ ἀναφέρεται μὲν κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ, ἵνα ῥᾷόν γε ἀνέλθῃ καὶ κενῷ ναυτίλληται, ἐπιπολάσας δὲ μεταστρέφει.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 37 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ναύτης και ναῦς
Πηγές
[επεξεργασία]- ναυτίλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυτίλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Βιολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)