ναυταπάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυταπάτη οι ναυταπάτες
      γενική της ναυταπάτης των ναυταπατών
    αιτιατική τη ναυταπάτη τις ναυταπάτες
     κλητική ναυταπάτη ναυταπάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυταπάτη < ναυτικός + απάτη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυταπάτη θηλυκό

  • οποιαδήποτε ζημία που προκαλείται σε πλοίο ή στο μεταφερόμενο φορτίο του εκ προθέσεως (δόλος) από τον πλοίαρχο ή το πλήρωμα, με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ή τον ναυλωτή (φορτωτή) ή τον ασφαλιστή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]