ναυταπάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυταπάτη θηλυκό
- οποιαδήποτε ζημία που προκαλείται σε πλοίο ή στο μεταφερόμενο φορτίο του εκ προθέσεως (δόλος) από τον πλοίαρχο ή το πλήρωμα, με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, ή τον ναυλωτή (φορτωτή) ή τον ασφαλιστή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ναυταπάτη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυταπάτη
|