Μετάβαση στο περιεχόμενο

ναυτοδικείο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυτοδικείο τα ναυτοδικεία
      γενική του ναυτοδικείου των ναυτοδικείων
    αιτιατική το ναυτοδικείο τα ναυτοδικεία
     κλητική ναυτοδικείο ναυτοδικεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναυτοδικείο < ναυτο- + -δικείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναυτοδικείο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]