ναυτομοντελισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυτομοντελισμός οι ναυτομοντελισμοί
      γενική του ναυτομοντελισμού των ναυτομοντελισμών
    αιτιατική τον ναυτομοντελισμό τους ναυτομοντελισμούς
     κλητική ναυτομοντελισμέ ναυτομοντελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτομοντελισμός < ναυτικός + μοντελισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτομοντελισμός αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]