ναυτόφωνον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτόφωνον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nautophone < αρχαία ελληνική ναυτό- + -φωνον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτόφωνον ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]