ναυτόφωνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυτόφωνον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nautophone < αρχαία ελληνική ναυτό- + -φωνον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυτόφωνον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα, ναυτικός όρος, σπάνιο) ηλεκτρικό μηχάνημα που εφευρέθηκε το 1929 το οποίο παράγει, μέσω παλλόμενου διαφράγματος, οξύ ήχο, προειδοποιητικό ομίχλης για τα πλοία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυτόφωνον
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2099.
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (καθαρεύουσα)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με πρόθημα ναυτό- (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με επίθημα -φωνον (καθαρεύουσα)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Ναυτικοί όροι (καθαρεύουσα)
- Σπάνιοι όροι (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)