ναύσταθμον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναύσταθμον ουδέτερο
- λιμάνι, αγκυροβόλιο
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 16 @perseus.tufts.edu @wikisource
- διέχει δὲ τετράσχοινον τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ Σχεδία, κατοικία πόλεως, ἐν ᾗ τὸ ναύσταθμον τῶν θαλαμηγῶν πλοίων, ἐφʼ οἷς οἱ ἡγεμόνες εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀναπλέουσιν·
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 17.1, 16 @perseus.tufts.edu @wikisource