ναύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναύτης | οι | ναύτες |
γενική | του | ναύτη & ναύτου |
των | ναυτών |
αιτιατική | τον | ναύτη | τους | ναύτες |
κλητική | ναύτη | ναύτες | ||
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος. Σε όρους όπως Οίκος Ναύτου. | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ναύτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈna.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναύ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναύτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) μέλος του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου
- (στρατιωτικός βαθμός) οπλίτης του πολεμικού ναυτικού με τον κατώτατο βαθμό
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και
- ναυτεργάτης
- ναυτο- σύνθετα
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ναυς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναύτης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ναύτης | οἱ | ναῦται |
γενική | τοῦ | ναύτου | τῶν | ναυτῶν |
δοτική | τῷ | ναύτῃ | τοῖς | ναύταις |
αιτιατική | τὸν | ναύτην | τοὺς | ναύτᾱς |
κλητική ὦ! | ναῦτᾰ | ναῦται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναύτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναύταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναύτης αρσενικό
- (επάγγελμα) o ναύτης, o ναυτικός
- συνταξιδιώτης σε ναυτικό ταξίδι
Επίθετο[επεξεργασία]
ναύτης
- συνώνυμο του ναυτικός
- ↪ ναύτης ὅμιλος
- ※ 7ος αιώνας πκε ⌘Ησίοδος, Θεογονία, 875-877
- ἄλλοτε δ᾽ ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας | ναύτας τε φθείρουσι· κακοῦ δ᾽ οὐ γίνεται ἀλκὴ | ἀνδράσιν, οἳ κείνῃσι συνάντωνται κατὰ πόντον.
- Κάθε φορά πνέουν κι αλλιώς και τα καράβια διασκορπίζουνε, | τους ναύτες αφανίζουν. Και δεν υπάρχει προστασία απ᾽ το κακό | για τους ανθρώπους που θα τους συναντήσουν μες στη θάλασσα.
- Μετάφραση (2001), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
- ἄλλοτε δ᾽ ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας | ναύτας τε φθείρουσι· κακοῦ δ᾽ οὐ γίνεται ἀλκὴ | ἀνδράσιν, οἳ κείνῃσι συνάντωνται κατὰ πόντον.
[επεξεργασία]
θέμα ναυτ- και δείτε ναῦς
- ἀειναῦται
- ἄναυτα
- Ἀργοναύτης
- ἀρωγοναύτης
- Δεσποσιοναῦται
- φιλοναύτης
- καρυοναύτης
- λιναυτιά
- λιποναύτης
- λιποναυτίου
- μονοναύτης
- ναύτας
- ναυτεία
- Ναυτεύς
- ναυτία
- ναυτιασμός
- ναυτιάω
- ναυτιεύς
- ναυτικός
- ναυτιλέῳ
- ναυτιλία, ναυτιλίη
- ναυτίλλομαι
- ναυτιλοφθόρος
- ναυτίλος
- ναυτίς
- ναυτιώδης
- ναυτοδίκαι
- ναυτοκράτωρ
- ναυτολογέω
- ναυτολόγος
- ναυτοπαίδιον
- ναύτρια
- παλιναυτόμολος
- περιναύτιος
- πολυναύτης
- ποντοναύτης
- σοωναύτης
- στρογγυλοναύτης
- συνναύτης
- ταχυναυτέω
- χιλιοναύτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
με στερητικό ἀν-, διαφορετικού ετύμου
Πηγές[επεξεργασία]
- ναύτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' και με λόγια γενική ενικού -ου (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της, αρσενικό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)