νεαρά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεαρά | οι | νεαρές |
γενική | της | νεαράς | των | νεαρών |
αιτιατική | τη | νεαρά | τις | νεαρές |
κλητική | νεαρά | νεαρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]νεαρά < νεαρή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεαρά θηλυκό
- (προφορικό, αρχαιοπρεπές) η νεαρή κοπέλα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συχνά λέγεται με περιπαικτική διάθεση
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]νεαρά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεαρά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεαρά | οι | νεαρές |
γενική | της | νεαράς | των | νεαρών |
αιτιατική | τη | νεαρά | τις | νεαρές |
κλητική | νεαρά | νεαρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεαρά θηλυκό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- στην ονομαστική πληθυντικού συχνά ακολουθείται ο λόγιος τύπος νεαραί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νεαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νεαρό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]νεαρά < θηλυκό του αρχαιοελληνικού επιθέτου νεαρός, (μεταφραστικό δάνειο) δημώδης λατινική novella (< λατινική novellus)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεαρά θηλυκό
- (νομικός όρος) νομική διάταξη του αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που τροποποιούσε, ρύθμιζε ή συμπλήρωνε παλαιότερο νόμο ή διάταξη[1]
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συχνά στον πληθυντικό, ως σώμα - τύπος νομικών διατάξεων: νεαραί
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νεαρά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα δημώδη λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Νομικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)