νεγροειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεγροειδής η νεγροειδής το νεγροειδές
      γενική του νεγροειδούς* της νεγροειδούς του νεγροειδούς
    αιτιατική τον νεγροειδή τη νεγροειδή το νεγροειδές
     κλητική νεγροειδή(ς) νεγροειδής νεγροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεγροειδείς οι νεγροειδείς τα νεγροειδή
      γενική των νεγροειδών των νεγροειδών των νεγροειδών
    αιτιατική τους νεγροειδείς τις νεγροειδείς τα νεγροειδή
     κλητική νεγροειδείς νεγροειδείς νεγροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεγροειδής < (λόγιο δάνειο) γαλλική négroïde < negro + -ειδής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.ɣɾo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐γρο‐ει‐δής

Επίθετο[επεξεργασία]

νεγροειδής, -ής, -ές

  • που έχει κοινά χαρακτηριστικά με την φυλή των μαύρων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]