νεκρανάσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεκρανάσταση | οι | νεκραναστάσεις |
γενική | της | νεκρανάστασης* | των | νεκραναστάσεων |
αιτιατική | τη | νεκρανάσταση | τις | νεκραναστάσεις |
κλητική | νεκρανάσταση | νεκραναστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεκραναστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεκρανάσταση θηλυκό
- η επιστροφή στη ζωή κάποιου που θεωρούνταν νεκρός
- η αναβίωση στοιχείων που θεωρούνταν ξεπερασμένα, νεκρά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεκρανάσταση
|