νεκρογεννημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεκρογεννημένος < νεκρο- + γεννημένος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεκρογεννημένος
- (λόγιο) που γεννήθηκε νεκρός, ο θνησιγέννητος, συνήθως αναφερόμενο σε βρέφη, αλλά και μεταφορικά
- Νεκρογεννημένος. Αν ονειρευτείς ότι γεννήθηκε παιδί νεκρό, τότε ... (από Ονειροκρίτη [1])
- Βγήκε από τα πιεστήρια νεκρογεννημένη , χωρίς να επιτύχει ούτε καν τη διάκριση να προκαλέσει ένα ψίθυρο [ αποδοκιμασίας ) στον κύκλο των ζηλωτών (Νέα Εστία, τεύχος 1126)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκρογεννημένος
|