νεκροκέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νεκροκέρι | τα | νεκροκέρια |
γενική | του | νεκροκεριού | των | νεκροκεριών |
αιτιατική | το | νεκροκέρι | τα | νεκροκέρια |
κλητική | νεκροκέρι | νεκροκέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.kɾoˈce.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο‐κέ‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεκροκέρι ουδέτερο
- κερί που ανάβεται για να τιμήσει έναν νεκρό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκροκέρι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)