νεκροκεφαλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεκροκεφαλή θηλυκό
- κρανίο (ανθρώπινου) σκελετού, σύμβολο προειδοποίησης για την ύπαρξη θανάσιμου κινδύνου
- το σύμβολο της νεκροκεφαλής σε ένα μπουκάλι με δηλητήριο
- (παλαιότερα) σύμβολο των πειρατών
- η σημαία με τη νεκροκεφαλή