νεκροταφείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.kɾo.taˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο‐τα‐φεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεκροταφείο ουδέτερο
- τόπος προορισμένος για το θάψιμο ανθρώπων
- ↪ η κηδεία του σκηνοθέτη θα γίνει το Σάββατο στο νεκροταφείο Χαλανδρίου
- (μεταφορικά) τόπος όπου καταλήγει ένα σύνολο ξεπερασμένων ή κατεστραμμένων πραγμάτων
- ↪ η αυλή του έμοιαζε με νεκροταφείο χαλασμένων αυτοκινήτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τόπος προορισμένος για το θάψιμο ανθρώπων
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεκρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)