νεκροτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροτομή οι νεκροτομές
      γενική της νεκροτομής των νεκροτομών
    αιτιατική τη νεκροτομή τις νεκροτομές
     κλητική νεκροτομή νεκροτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκροτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrotomie < νεκρο- + -τομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεκροτομή θηλυκό

  • η ανατομική εξέταση ενός νεκρού σώματος, συνήθως για να διευκρινιστούν τα αίτια του θανάτου
ο ιατροδικαστής διενήργησε νεκροψία και νεκροτομή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]