Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεκροφάγος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεκροφάγος η νεκροφάγος
& νεκροφάγα
το νεκροφάγο
      γενική του νεκροφάγου της νεκροφάγου
& νεκροφάγας
του νεκροφάγου
    αιτιατική τον νεκροφάγο τη νεκροφάγο
& νεκροφάγα
το νεκροφάγο
     κλητική νεκροφάγε νεκροφάγε
& νεκροφάγα
νεκροφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεκροφάγοι οι νεκροφάγοι
& νεκροφάγες
τα νεκροφάγα
      γενική των νεκροφάγων των νεκροφάγων των νεκροφάγων
    αιτιατική τους νεκροφάγους τις νεκροφάγους
& νεκροφάγες
τα νεκροφάγα
     κλητική νεκροφάγοι νεκροφάγοι
& νεκροφάγες
νεκροφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεκροφάγος < νεκρ(ός) + -ο- + -φάγος

Επίθετο

[επεξεργασία]

νεκροφάγος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]