νεκρόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεκρόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrophile < nécrophilie < (αναδρομικός σχηματισμός) νεκροφιλ(ία) + -ος[1], μορφολογικά αναλύεται νεκρό- + -φιλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈkro.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρό‐φι‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεκρόφιλος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που νιώθει σεξουαλική διέγερση από την επαφή με σώματα νεκρὠν ή γενικότερα από ό,τι έχει σχέση με το θάνατο
- που αναφέρεται σε αυτού του είδους τη σεξουαλική διαταραχή
- ↪ νεκρόφιλη επιθυμία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεκρόφιλος αρσενικό
- εκείνος που νιώθει σεξουαλική διέγερση από την επαφή με σώματα νεκρὠν ή γενικότερα από ό,τι έχει σχέση με το θάνατο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκρόφιλος
[επεξεργασία]
- ↑ νεκρόφιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεκρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)