νεκρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεκρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος νεκρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

νεκρώνομαι

→ δείτε τη λέξη νεκρώνω