νεοαθεϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοαθεϊσμός < (άμεσο δάνειο) αγγλική new atheism, νεο- + αθεϊσμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοαθεϊσμός αρσενικό
- πολιτικός αθεϊσμός
- επιθετικός-κριτικός ή δηκτικός αθεϊσμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοαθεϊσμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)