νεογνολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεογνολογία οι νεογνολογίες
      γενική της νεογνολογίας των νεογνολογιών
    αιτιατική τη νεογνολογία τις νεογνολογίες
     κλητική νεογνολογία νεογνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεογνολογία < νεογνό + λέγω (-λογία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεογνολογία θηλυκό

  • (ιατρική): κλάδος της ιατρικής και ειδικότερα της παιδιατρικής που ασχολείται με τους φυσιολογικούς μηχανισμούς, τις παθήσεις και τα προβλήματα των νεογνών.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]