νεοδιόριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοδιόριστος -η -ο
- που έχει διοριστεί πρόσφατα, συνήθως σε δημόσια θέση ή στο δημόσιο τομέα
- ↪οι νεοδιόριστοι υπάλληλοι
- (ουσιαστικοποιημένο) ο νεοδιόριστος: ο πρόσφατα διορισμένος
- ↪μισθολογική κατάσταση των νεοδιορίστων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοδιόριστος
|