νεοδογματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοδογματικός < νεο- + δογματικός
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοδογματικός
- που αφορά καινοφανές δόγμα
- που αφορά νέο ρεύμα-τάση-παρακλάδι ιδεολογικού φανατισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοδογματικός