νεοδογματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοδογματικός η νεοδογματική το νεοδογματικό
      γενική του νεοδογματικού της νεοδογματικής του νεοδογματικού
    αιτιατική τον νεοδογματικό τη νεοδογματική το νεοδογματικό
     κλητική νεοδογματικέ νεοδογματική νεοδογματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοδογματικοί οι νεοδογματικές τα νεοδογματικά
      γενική των νεοδογματικών των νεοδογματικών των νεοδογματικών
    αιτιατική τους νεοδογματικούς τις νεοδογματικές τα νεοδογματικά
     κλητική νεοδογματικοί νεοδογματικές νεοδογματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοδογματικός < νεο- + δογματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

νεοδογματικός

  1. που αφορά καινοφανές δόγμα
  2. που αφορά νέο ρεύμα-τάση-παρακλάδι ιδεολογικού φανατισμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]