νεοεμπρεσιονιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοεμπρεσιονιστής οι νεοεμπρεσιονιστές
      γενική του νεοεμπρεσιονιστή των νεοεμπρεσιονιστών
    αιτιατική τον νεοεμπρεσιονιστή τους νεοεμπρεσιονιστές
     κλητική νεοεμπρεσιονιστή νεοεμπρεσιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεοεμπρεσιονιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neoimpressionist < αρχαία ελληνική νέος + αγγλική impressionist < γαλλική impressionniste < impression < λατινική impressio < imprimo < premo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεοεμπρεσιονιστής αρσενικό (θηλυκό: νεοεμπρεσιονίστρια / νεοϊμπρεσιονίστρια)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]