νεομνημονιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεομνημονιακός < νεο- + μνημονιακός
Επίθετο[επεξεργασία]
νεομνημονιακός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με κάποιο νέο μνημόνιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεομνημονιακός
|