νεοναζί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοναζί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοναζί αρσενικό άκλιτο

  • υποστηρικτής του ναζισμού μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα (σε αντιδιαστολή με τους ναζιστές των δεκαετιών 1930-1940)


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]