νεονικοτινοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεονικοτινοειδής η νεονικοτινοειδής το νεονικοτινοειδές
      γενική του νεονικοτινοειδούς* της νεονικοτινοειδούς του νεονικοτινοειδούς
    αιτιατική τον νεονικοτινοειδή τη νεονικοτινοειδή το νεονικοτινοειδές
     κλητική νεονικοτινοειδή(ς) νεονικοτινοειδής νεονικοτινοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεονικοτινοειδείς οι νεονικοτινοειδείς τα νεονικοτινοειδή
      γενική των νεονικοτινοειδών των νεονικοτινοειδών των νεονικοτινοειδών
    αιτιατική τους νεονικοτινοειδείς τις νεονικοτινοειδείς τα νεονικοτινοειδή
     κλητική νεονικοτινοειδείς νεονικοτινοειδείς νεονικοτινοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεονικοτινοειδής < νεο- + νικοτινοειδής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neonicotinoid)

Επίθετο[επεξεργασία]

νεονικοτινοειδής, -ής, -ές

  1. που σχετίζεται με ή αφορά σε νέας γενιάς ουσία, φάρμακο ή σκεύασμα που περιέχει νικοτίνη
    Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα από το 1994 για να διαπιστώσουν το αν και πώς επηρέασαν τους πληθυσμούς των μελισσών τα περιβόητα νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα η χρήση των οποίων στις καλλιέργειες πήρε μεγάλες διαστάσεις στα μέσα της δεκαετίας του 2000. (*)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νεονικοτινοειδές: το σχετικό σκεύασμα, φάρμακο ή ουσία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]