Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεοπαγής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοπαγής η νεοπαγής το νεοπαγές
      γενική του νεοπαγούς* της νεοπαγούς του νεοπαγούς
    αιτιατική τον νεοπαγή τη νεοπαγή το νεοπαγές
     κλητική νεοπαγή(ς) νεοπαγής νεοπαγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοπαγείς οι νεοπαγείς τα νεοπαγή
      γενική των νεοπαγών των νεοπαγών των νεοπαγών
    αιτιατική τους νεοπαγείς τις νεοπαγείς τα νεοπαγή
     κλητική νεοπαγείς νεοπαγείς νεοπαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεοπαγής < νέος + πήγνυμι = μπήγω, στερεώνω

Επίθετο

[επεξεργασία]

νεοπαγής

  • αυτός που συστάθηκε, δημιουργήθηκε, κατασκευάστηκε πρόσφατα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]