νεοπλουτίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοπλουτίστικος < νεόπλουτος + -ίστικος
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοπλουτίστικος
- (ενίοτε με αρνητική χροιά) που έχει σχέση με τον νεόπλουτο και τη συμπεριφορά του ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (με αρνητική χροιά) αρχοντοχωριάτικος
- (με αρνητική χροιά) σουσουδίστικος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις νεόπλουτος, νέος και πλούτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοπλουτίστικος
|