νεοτουρκισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοτουρκισμός < Νεότουρκοι + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοτουρκισμός αρσενικό
- (ιστορία) εθνικιστική μεταρρυθμιστική κίνηση στην Τουρκία πριν από τον Αʹ παγκόσμιο πόλεμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοτουρκισμός
|