νεοφροϊδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοφροϊδικός η νεοφροϊδική το νεοφροϊδικό
      γενική του νεοφροϊδικού της νεοφροϊδικής του νεοφροϊδικού
    αιτιατική τον νεοφροϊδικό τη νεοφροϊδική το νεοφροϊδικό
     κλητική νεοφροϊδικέ νεοφροϊδική νεοφροϊδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοφροϊδικοί οι νεοφροϊδικές τα νεοφροϊδικά
      γενική των νεοφροϊδικών των νεοφροϊδικών των νεοφροϊδικών
    αιτιατική τους νεοφροϊδικούς τις νεοφροϊδικές τα νεοφροϊδικά
     κλητική νεοφροϊδικοί νεοφροϊδικές νεοφροϊδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοφροϊδικός < νεοφροϊδισμός

Επίθετο[επεξεργασία]

νεοφροϊδικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]