νεοφύτευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοφύτευτος < μεσαιωνική ελληνική νεοφύτευτος < νεο- + φυτεύω + -τος < αρχαία ελληνική φυτεύω < φυτόν
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοφύτευτος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοφύτευτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)