νερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /neˈɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νερά ουδέτερο πληθυντικός αριθμός του νερό

  1. (ουδέτερο στον πληθυντικό) ποσότητα νερού σαν σύνολο συγκεντρωμένο
    η στέρνα γεμίζει με τα νερά της βροχής
    σου έχω πει χίλιες φορές να μη γεμίζεις το μπάνιο με νερά
  2. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) νερό που πλημμυρίζει στην έκφραση
    μπάζω νερά
  3. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) η ίσαλος γραμμή του πλοίου
    ※  σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά, να πας για να γραδάρεις
    Νίκος Καββαδίας (1947) ποίημα «Θεσσαλονίκη», συλλογή Πούσι και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (1979)
  4. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) εσωτερικές ραβδώσεις ή κυματισμοί, που οφείλονται στην ύπαρξη διαφορετικής πυκνότητας υλικού
    • (συνεκδοχικά) η διεύθυνση προς την οποία κατευθύνονται οι περισσότερες ραβδώσεις η οποία συνήθως έχει και τη μικρότερη αντίσταση κατά την επεξεργασία του υλικού
      έχει κόντρα τα νερά και δεν διπλώνεται εύκολα
  5. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) το αμνιακό υγρό στην έκφραση
    σπάνε τα νερά
  6. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) οι συνήθειες και οι αντιλήψεις κάποιου στις εκφράσεις
    πάω/πηγαίνω με τα νερά του
    φέρνω στα νερά μου
    χάνω τα νερά μου
  7. (μεταφορικά) στις εκφράσεις
    αχαρτογράφητα νερά : άγνωστα νερά, άγνωστες καταστάσεις
    είμαι έξω απ' τα νερά μου
    θολώνω τα νερά
    μου κάνει νερά
    σαν τα κρύα τα νερά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

νερά